διαπορώ

διαπορώ
διαπορῶ, -έω (AM) [απορώ]
1. βρίσκομαι σε αμηχανία, αμφιταλαντεύομαι, αμφιρρέπω
2. (μέσ. απρόσ.) διαπορείται
τίθεται το ερώτημα, διατυπώνεται ή υπάρχει η απορία
αρχ.
1. έχω ανάγκη ή έλλειψη
2. ερευνώ, διερευνώ, εξετάζω, ψάχνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διαπορῶ — διαπορέω to be quite at a loss pres subj act 1st sg (attic epic doric) διαπορέω to be quite at a loss pres ind act 1st sg (attic epic doric) διαπορέω to be quite at a loss pres subj act 1st sg (attic epic doric) διαπορέω to be quite at a loss… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφινοώ — ἀμφινοῶ ( έω) (Α) [ἀμφίνοος] διχάζομαι ανάμεσα σε δύο γνώμες, διαπορώ, αμφιβάλλω …   Dictionary of Greek

  • διαπόρημα — το (Α διαπόρημα) [διαπορώ] απορία, αμφιβολία, αμφιταλάντευση αρχ. ανησυχία, αδημονία …   Dictionary of Greek

  • διαπόρηση — η (Α διαπόρησις, εως) [διαπορώ] δυσχέρεια, αδυναμία αρχ. 1. απορία, διαπόρημα 2. ρητορικό σχήμα με το οποίο διατυπώνεται προσποιητή απορία για γνωστό θέμα …   Dictionary of Greek

  • προσδιαπορώ — έω, Α εγείρω και άλλες απορίες («παρεμβάλλοντες ἐρωτήματα καὶ προσδιαποροῡντες», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + διαπορῶ «αμηχανώ, απορώ»] …   Dictionary of Greek

  • συνδιαπορώ — έω, Α εξετάζω από κοινού με άλλον όλες τις απορίες που εγείρονται σχετικά με ένα ζήτημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαπορῶ «εξετάζω, διευρενώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”