- διαπορώ
- διαπορῶ, -έω (AM) [απορώ]1. βρίσκομαι σε αμηχανία, αμφιταλαντεύομαι, αμφιρρέπω2. (μέσ. απρόσ.) διαπορείταιτίθεται το ερώτημα, διατυπώνεται ή υπάρχει η απορίααρχ.1. έχω ανάγκη ή έλλειψη2. ερευνώ, διερευνώ, εξετάζω, ψάχνω.
Dictionary of Greek. 2013.